Greek Meaning of imponderable
άσυλο
Other Greek words related to άσυλο
- σκοτεινός, -ή, -ό
- βαθύς
- αινιγματικός
- αινιγματικός
- ακατανόητος
- θολό
- μυστηριώδης
- μυστικός
- Μυστηριώδης
- παράξενος
- ανεξήγητος
- αβυσσαλέος
- ασαφής
- Μυστικός
- συγκεχυμένος
- μυστηριώδης
- σκοτεινό
- αμφίβολος
- ασαφής
- Αδιαπέραστο
- ανεξήγητος
- ανεξιχνίαστος
- μεταφυσικός
- ασαφής
- σκοτεινός
- ανεύθυνος
- Απάντητη
- ακατανόητος
- άγνωστος
- ανερεύνητο
- ασαφής
- Ασαφής
- απορίας άξιο
- απογοητευτικό
- ενοχλητικός
- αποπροσανατολιστικός
- εσωτερικός
- μυστηριώδης
- ιερός
- απόκρυφο
- μπερδεμένος
- συγκεχυμένο
- απόκρυφος
- υπερφυσικός
- συγκεχυμένος
Nearest Words of imponderable
Definitions and Meaning of imponderable in English
imponderable (n)
a factor whose effects cannot be accurately assessed
imponderable (a)
difficult or impossible to evaluate with precision
imponderable (a.)
Not ponderable; without sensible or appreciable weight; incapable of being weighed.
imponderable (n.)
An imponderable substance or body; specifically, in the plural, a name formerly applied to heat, light, electricity, and magnetism, regarded as subtile fluids destitute of weight but in modern science little used.
FAQs About the word imponderable
άσυλο
a factor whose effects cannot be accurately assessed, difficult or impossible to evaluate with precisionNot ponderable; without sensible or appreciable weight;
σκοτεινός, -ή, -ό,βαθύς,αινιγματικός,αινιγματικός,ακατανόητος,θολό,μυστηριώδης,μυστικός,Μυστηριώδης,παράξενος
φαινομενικός,εμφανής,ανεξερεύνητος,Κατανοητός,προφανής,κατανοητός,σαφής,φανερός,απτός,απλός
imponderability => έλλειψη βαρύτητας, impoliticness => Αδιπλωματία, impoliticly => απρεπώς, impolitical => απ πολιτικός, impolitic => αταίριαστος,