Greek Meaning of disorienting
αποπροσανατολιστικός
Other Greek words related to αποπροσανατολιστικός
- ασαφής
- απορίας άξιο
- απογοητευτικό
- ενοχλητικός
- συγκεχυμένος
- ακατανόητος
- μυστηριώδης
- μπερδεμένος
- συγκεχυμένο
- άγνωστος
- σύνθετος
- περίπλοκος
- μυστηριώδης
- αινιγματικός
- Αδιαπέραστο
- ανεξιχνίαστος
- μυστηριώδης
- μυστικός
- Μυστηριώδης
- Απάντητη
- παράξενος
- αβυσσαλέος
- ακατανόητος
- Ασαφής
- ακαδημαϊκός
- ακαδημαϊκός
- Μυστικός
- σκοτεινό
- βαθύς
- αινιγματικός
- Ευρυμαθής
- εσωτερικός
- σκληρός
- ερμητικός
- μαθημένος
- ορφικός
- πεダンτικός
- βαθύς
- απόκρυφος
- επιστημονικός
Nearest Words of disorienting
- disoriented => αποπροσανατολισμένος
- disorientation => Αποπροσανατολισμός
- disorientate => αποπροσανατολίζω
- disorient => αποπροσανατολίζω
- disorganizing => Ανοργάνωτος
- disorganizer => ανοργανωτής
- disorganized type schizophrenia => Ανοργάνωτη Σχιζοφρένεια
- disorganized schizophrenia => Ανοργάνωτη σχιζοφρένεια
- disorganized => ανοργάνωτος
- disorganize => αποδιοργανώνω
Definitions and Meaning of disorienting in English
disorienting (a)
causing loss of physical or intellectual bearings
FAQs About the word disorienting
αποπροσανατολιστικός
causing loss of physical or intellectual bearings
ασαφής,απορίας άξιο,απογοητευτικό,ενοχλητικός,συγκεχυμένος,ακατανόητος,μυστηριώδης,μπερδεμένος,συγκεχυμένο,άγνωστος
εύκολος,ρηχό,απλός,απλός,επιφανειακός,κατανοητός,φαινομενικός,σαφής,κατανοητός,διακριτός
disoriented => αποπροσανατολισμένος, disorientation => Αποπροσανατολισμός, disorientate => αποπροσανατολίζω, disorient => αποπροσανατολίζω, disorganizing => Ανοργάνωτος,