FAQs About the word dispair

Απελπισία

To separate (a pair).

No synonyms found.

No antonyms found.

dispace => μετατόπιση, disoxygenation => Αποξυγόνωση / Disoxygenation, disoxygenate => Αποξυγονώνω, disoxidation => Αναγωγή, disoxidate => αποοξυγονώνω,