Greek Meaning of playboy
πλέιμποϊ
Other Greek words related to πλέιμποϊ
Nearest Words of playboy
Definitions and Meaning of playboy in English
playboy (n)
a man devoted to the pursuit of pleasure
FAQs About the word playboy
πλέιμποϊ
a man devoted to the pursuit of pleasure
τσουγκράνα,τροχός,μπον βιβέρ,επίκουρος,επικούρειος,λαίμαργος,ηδονιστής,ελαφρόμυαλη γυναίκα,Κυρηναϊκός,ηδονιστής
ασκητής,χαρμπαλάς,πουριτανικός,χαλάστρα,μούτρα,έντιμο άτομο
play-box => κουτί παιχνιδιών, playbox => Κουτί παιχνιδιών, playbook => εγχειρίδιο παιχνιδιού, playbill => πρόγραμμα, playback => Αναπαραγωγή,