FAQs About the word sybarite

σιβαρ(ί)της

a person addicted to luxury and pleasures of the senses

επικούρειος,ηδονιστής,πλέιμποϊ,ηδονιστής,ηδονιστής,επίκουρος,μπον βιβέρ,Κυρηναϊκός,παρακμιακός,λαίμαργος

ασκητής,χαρμπαλάς,πουριτανικός,χαλάστρα,μούτρα,έντιμο άτομο

swung dash => Κουνήματα, swot up => διαβάζω, swot => ασθενής, swosh => σούσουρο, sworn => ορκισμένος,