Greek Meaning of sworn

ορκισμένος

Other Greek words related to ορκισμένος

Definitions and Meaning of sworn in English

Wordnet

sworn (s)

bound by or as if by an oath

Wordnet

sworn (a)

bound by or stated on oath

FAQs About the word sworn

ορκισμένος

bound by or as if by an oath, bound by or stated on oath

επιβεβαιωμένο,αποφασισμένος,αμετανόητος,φλογερός,πρόθυμος,αξιόπιστος,υπάκουος,ενθουσιώδης,πιστός,φλογερό

Αποστάτης,άπιστος,ευμετάβλητος,ασταθής,ανεύθυνος,perfidious,δειλός,προδοτικός,ύπουλος,άπιστος

swordtail => Ξιφοειδής πλάκα, swordsmanship => Ξιφασκία, swordsman => Σπαθοφόρος, sword-shaped => σπαθόσχημος, swordplay => ξιφασκία,