FAQs About the word Cyrenaic

Κυρηναϊκός

an adherent of the doctrine that pleasure is the chief end of life

Ηδονιστικός,συβαριτικός,λαιμαργός,Ταιριαστός,αρπακτικό,Αυτοϊκανοποιημένος,ηδονιστής,άπληστος,εγωιστικός

εγκρατής,εγκρατής,ασκητής,ασκητικός,αυστηρός,ήπειρος,νηφάλιος,εύκρατο,εγκρατής,με αυτοπειθαρχία

cynosures => cino sures, cynics => κυνικοί, cyclopedic => εγκυκλοπαιδικός, cyclopedias => εγκυκλοπαίδειες, cyclopaedias => εγκυκλοπαιδεία,