FAQs About the word bon vivant

μπον βιβέρ

a person devoted to refined sensuous enjoyment (especially good food and drink)A good fellow; a jovial companion; a free liver.

επίκουρος,επικούρειος,γαστρονόμος,Γκουρμέ,Απολαμβάνω,γαστρονόμος,γκουρμέ,γνώστης,Δilletant,Λάτρης του φαγητού

λαίμαργος,μέθυσος,γουρούνι,γέμιση,λαίμαργος,Περιστέρι,υπερφάγος,Πότης

bon ton => Μπον τόν, bon silene => Καλής νύχτας σιωπή, bon mot => Μπόν μο, bon => καλός, bombyx mori => Βόμβυξ ο μεταξοσκώληξ,