FAQs About the word trencherman

λαίμαργος

a person who is devoted to eating and drinking to excess

Κορμοράνος,συνδαιτυμόνας,λαίμαργος,Περιστέρι,γκουρμέ,γουρούνι,υπερφάγος,Χοίρος,γλεντζές,γέμιση

Διατροφολόγος,εργάτης αποθήκης,τρωκτικό

trencher => Τσουκάλι, trenched => τάφρο, trenchantly => καυστικός, trenchant => κοφτερός, trenchand => κοφτερός,