Greek Meaning of trenchancy

ευθύτης

Other Greek words related to ευθύτης

Definitions and Meaning of trenchancy in English

Wordnet

trenchancy (n)

keenness and forcefulness of thought or expression or intellect

FAQs About the word trenchancy

ευθύτης

keenness and forcefulness of thought or expression or intellect

Ανυπομονησία,αναζωογόνηση,Μορδάν,απολαμβάνω,διεγερτικό,ερέθισμα,Συναρπαστικό,οξύτητα,πικρία,Γεύση

ανία,Ανία,επίπεδο,Ανέμπνευστος,μονοτονία,προβλεψιμότητα,Άγευστος,μονοτονία,κοινοτοπία,ομοιότητα

trench warfare => Τακτική των χαρακωμάτων, trench mouth => Στοματίτιδα, trench mortar => Όλμος τάφρου, trench knife => μαχαίρι χαρακώματος, trench foot => Πόδι τάφρου,