FAQs About the word muncher

μασουλης

a chewer who makes a munching noiseOne who munches.

Κορμοράνος,λαίμαργος,γουρούνι,υπερφάγος,Χοίρος,γέμιση,συνδαιτυμόνας,Περιστέρι,γλεντζές,γκουρμέ

εργάτης αποθήκης,Διατροφολόγος,τρωκτικό

munchener => Μόναχο, munched => μάσησε, munchausen's syndrome => Σύνδρομο Μινχάουζεν, munchausenism => Σύνδρομο Μινχάουζεν, munchausen syndrome => Σύνδρομο Μινχάουζεν,