Greek Meaning of mundanely
κοσμικά
Other Greek words related to κοσμικά
- κάθε μέρα
- κοινός
- γνώριμος
- συχνός
- γενικό
- Ο πυρήνας του θέματος
- φυσιολογικός
- συνηθισμένος
- πεζός
- τακτικός
- ρουτίνα
- χερσαίος
- τυπικός
- συνήθης
- καθημερινός
- μέσος
- συνηθισμένος
- συνήθης
- επίγειος
- αναμενόμενος
- κήπος
- συνήθης
- απλός
- δημοφιλής
- προβλέψιμος
- συνηθισμένο
- run-of-the-mine
- πρότυπο
- κροταφικός
- μέτριος
- ασήμαντος
- κοσμικός
- εκκεντρικός
- μη φυσιολογικός
- άτυπος
- εξαιρετικός
- υπέροχος
- ευγενής
- ιδιαίτερος
- υψηλός
- ασυνήθιστο
- παράξενος/η
- Εξαιρετικός.
- αστείο
- γενναιόδωρος
- μονός
- περίεργος
- φαινομενικό
- γραφικό
- σπάνιος
- αξιοσημείωτος
- ενικός
- περίεργο
- ασυνήθιστος
- μοναδικός
- περίεργος
- περίεργος
- πολύ μακριά
- τέρας
- μακριά από τον δρόμο
- εκκεντρικός
- εκκεντρικός
- τρελός
- ασυνήθιστος
- Άγρια
- Εκκεντρικός
- ασυνήθιστος
Nearest Words of mundanely
Definitions and Meaning of mundanely in English
mundanely (r)
in a worldly manner
in a mundane manner
FAQs About the word mundanely
κοσμικά
in a worldly manner, in a mundane manner
κάθε μέρα,κοινός,γνώριμος,συχνός,γενικό,Ο πυρήνας του θέματος,φυσιολογικός,συνηθισμένος,πεζός,τακτικός
εκκεντρικός,μη φυσιολογικός,άτυπος,εξαιρετικός,υπέροχος,ευγενής,ιδιαίτερος,υψηλός,ασυνήθιστο,παράξενος/η
mundane => καθημερινό, munda-mon-khmer => Mούντα-μον-κχμέρ, munda => μούντα, mund => στόμα, muncie => Μάνσι,