Greek Meaning of witty
έξυπνος
Other Greek words related to έξυπνος
- Έξυπνος
- χιουμοριστικό
- αστείος
- ειρωνικός
- αστείο
- αστείος, ειρωνικός
- αστειευόμενος
- σκανταλιάρης
- παιχνιδιάρικο
- έξυπνος
- αντίκα
- πειράγματα
- εγκεφαλικός
- αστείος
- κωμικός
- αστείος
- Διασκεδαστικό
- φαρσικός
- αναποδογυρίζω
- ανέμελος
- φρίβολος
- διανοουμενίστικος
- Διανοουμενίστικος
- υστερικός
- διανοούμενος
- αστείο
- αστείος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- αστείος
- γελαστός
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- σκανταλιάρης
- θορυβώδης
- Γελοίος
- ατίθαση
- φωνάζω
- που σκίζει τα πλευρά
- λαμπερά
- ηλιόλουστος
- πειράγματα
- θορυβώδης
- σκανδαλιάρης
- Καприτσιόζος
- αστειεύομαι
Nearest Words of witty
Definitions and Meaning of witty in English
witty (s)
combining clever conception and facetious expression
witty (n.)
Possessed of wit; knowing; wise; skillful; judicious; clever; cunning.
Especially, possessing wit or humor; good at repartee; droll; facetious; sometimes, sarcastic; as, a witty remark, poem, and the like.
FAQs About the word witty
έξυπνος
combining clever conception and facetious expressionPossessed of wit; knowing; wise; skillful; judicious; clever; cunning., Especially, possessing wit or humor;
Έξυπνος,χιουμοριστικό,αστείος,ειρωνικός,αστείο,αστείος, ειρωνικός,αστειευόμενος,σκανταλιάρης,παιχνιδιάρικο,έξυπνος
ανόητος,τετριμμένος,Τριμμένο,χωλός,χυδαίος,σοβαρός,τάφος,Hackney,χωρίς χιούμορ,θρηνητικός
witts => ευφυΐα, wittolly => τίποτα, wittingly => εκούσια, witting => εν γνώσει, wittiness => ευστροφία,