FAQs About the word wittingly

εκούσια

with full knowledge and deliberationKnowingly; with knowledge; by design.

εκούσια,σκόπιμα,σκόπιμα,συνειδητά,σκόπιμα,εκούσια,επίτηδες,ηθελημένα,σκόπιμα,εθελοντικά

τυχαία,κατά λάθος,παρεμπιπτόντως,τυχαία,ασυνείδητα,ακούσια,αθέλητα,ακούσια,ακούσια,τυχαία

witting => εν γνώσει, wittiness => ευστροφία, wittily => έξυπνα, wittified => ευφυής, witticism => ευφυολογία,