Greek Meaning of wittingly
εκούσια
Other Greek words related to εκούσια
Nearest Words of wittingly
Definitions and Meaning of wittingly in English
wittingly (r)
with full knowledge and deliberation
wittingly (v.)
Knowingly; with knowledge; by design.
FAQs About the word wittingly
εκούσια
with full knowledge and deliberationKnowingly; with knowledge; by design.
εκούσια,σκόπιμα,σκόπιμα,συνειδητά,σκόπιμα,εκούσια,επίτηδες,ηθελημένα,σκόπιμα,εθελοντικά
τυχαία,κατά λάθος,παρεμπιπτόντως,τυχαία,ασυνείδητα,ακούσια,αθέλητα,ακούσια,ακούσια,τυχαία
witting => εν γνώσει, wittiness => ευστροφία, wittily => έξυπνα, wittified => ευφυής, witticism => ευφυολογία,