Greek Meaning of ludicrously
γελοία
Other Greek words related to γελοία
- αστείος
- αστείος
- κωμικός
- αστείο
- χιουμοριστικό
- υστερικός
- υστερικός
- αστείος
- κωμικός
- αντίκα
- αστείος
- Διασκεδαστικό
- φαρσικός
- Αστείος
- παιχνιδιάρικο
- θορυβώδης
- Γελοίος
- φωνάζω
- που σκίζει τα πλευρά
- θορυβώδης
- έξυπνος
- αστείος
- κατασκήνωση
- γελοίος
- παραπλανητικό
- ειρωνικός
- αναποδογυρίζω
- ανέμελος
- χαρούμενος
- χιουμοριστικός
- αστείος
- αστείος, ειρωνικός
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- κωμικός
- γελαστός
- τρελός
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- θρασύς
- Ανεκτίμητος
- πλούσιος
- Σλάπστικ
- έξυπνος
- σκανδαλιάρης
- Καприτσιόζος
- ειρωνικός
- τρελός
- αστείος
- γελωτοποιός
- κωμικοτραγικός
- άτακτος
- σοβαρός
- χωρίς χιούμορ
- χωλός
- σοβαρός
- σοβαρός
- επίσημος
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- τραγικός
- άχαρο
- αδιάφορος
- επηρεάζοντας
- τάφος
- μετακινούμενο
- συγκινητικός
- λυπημένος
- σιωπηλός
- νηφάλιος
- σοβαρός
- συγκινητικός
- τραγικός
- χιουμοριστικός
- ανέκφραστος
- βαρύς
- θλιβερός
- μη αστείο
- ψύχραιμοs
- δακρυβρεχής
- θλιβερός
- πρακτικός
- σοβαροφανής
- λυπημένος
- δακρύβρεχτος
Nearest Words of ludicrously
- ludic => παιχνιδιάρικος
- ludibund => παιχνιδιάρικος
- ludibrious => Γελοίος
- ludian => λουδιανός
- luddite => Λουδδίτης
- luda => τρελός
- lucy stone => Λούσι Στόουν
- lucy maud montgomery => Λούση Μοντγκόμερυ
- lucy in the sky with diamonds => Η Λούσι στον ουρανό με διαμάντια
- lucy craft laney => Λούσι Κραφτ Λέινι
- ludification => Παιγνιοποίηση
- ludificatory => ludifikatorikos
- ludlamite => Ludlamite
- ludlow group => Ομάδα Ludlow
- ludo => Φιδάκι
- ludwig boltzmann => Λούντβιχ Μπόλτσμαν
- ludwig josef johan wittgenstein => Λούντβιχ Γιόζεφ Γιόχαν Βιτγκενστάιν
- ludwig mies van der rohe => Λούντβιχ Μις φαν ντερ Ρόε
- ludwig van beethoven => Λούντβιχ βαν Μπετόβεν
- ludwig wittgenstein => Ludwig Wittgenstein
Definitions and Meaning of ludicrously in English
ludicrously (r)
so as to arouse or deserve laughter
FAQs About the word ludicrously
γελοία
so as to arouse or deserve laughter
αστείος,αστείος,κωμικός,αστείο,χιουμοριστικό,υστερικός,υστερικός,αστείος,κωμικός,αντίκα
σοβαρός,χωρίς χιούμορ,χωλός,σοβαρός,σοβαρός,επίσημος,σκοτεινός,σκοτεινός,τραγικός,άχαρο
ludic => παιχνιδιάρικος, ludibund => παιχνιδιάρικος, ludibrious => Γελοίος, ludian => λουδιανός, luddite => Λουδδίτης,