Greek Meaning of brokenness

θραύση

Other Greek words related to θραύση

Definitions and Meaning of brokenness in English

Webster

brokenness (n.)

The state or quality of being broken; unevenness.

Contrition; as, brokenness of heart.

FAQs About the word brokenness

θραύση

The state or quality of being broken; unevenness., Contrition; as, brokenness of heart.

ραγισμένο,θρυμματισμένος,συντριμμένος,συλληφθεί,κατέρρευσε,ραγισμένο,κατεστραμμένος,κατεδαφισμένο,κατεστραμμένος,εξερράγη

σταθερός,επισκευασμένο,ανακατασκευασμένος,επισκευάστηκε,άφθαρτος,γιατρεύτηκε,μπαλωμένο,ξαναχτίστηκε,άθραυστος

brokenly => σπασμένος, brokenheartedness => Κατάθλιψη, broken-hearted => με ραγισμένη καρδιά, brokenhearted => σπασμένη καρδιά, broken-field => Ανοιχτό γήπεδο,