Greek Meaning of imploded

εξερράγη προς τα μέσα

Other Greek words related to εξερράγη προς τα μέσα

Definitions and Meaning of imploded in English

Webster

imploded (a.)

Formed by implosion.

FAQs About the word imploded

εξερράγη προς τα μέσα

Formed by implosion.

κατέρρευσε,ραγισμένο,κατεδαφισμένο,κατεστραμμένος,κατεστραμμένος, ερειπωμένος,εξερράγη,κατεστραμμένος,θρυμματισμένος,διαχωρίζω,βυθισμένο

σταθερός,γιατρεύτηκε,ανακατασκευασμένος,επισκευάστηκε,άφθαρτος,επισκευασμένο,μπαλωμένο,ξαναχτίστηκε,άθραυστος

implode => εσωτερική έκρηξη, implike => συνεπάγεται, impliedly => εμμέσως, implied trust => Συνεπαγόμενη εμπιστοσύνη, implied => σιωπηρός,