FAQs About the word implorator

ικέτης

One who implores.

No synonyms found.

No antonyms found.

imploration => ικεσία, implodent => Εσωτερική έκρηξη, imploded => εξερράγη προς τα μέσα, implode => εσωτερική έκρηξη, implike => συνεπάγεται,