FAQs About the word imploration

ικεσία

The act of imploring; earnest supplication.

No synonyms found.

No antonyms found.

implodent => Εσωτερική έκρηξη, imploded => εξερράγη προς τα μέσα, implode => εσωτερική έκρηξη, implike => συνεπάγεται, impliedly => εμμέσως,