Greek Meaning of kettle
Βραστήρας
Other Greek words related to Βραστήρας
- λεκάνη
- λακκούβα
- σέλα
- Άβυσσος
- φαράγγι
- χάσμα / άβυσσος
- σχισμή
- λάχανο
- Φαράγγι
- σχισμή
- σχισμή
- βεβηλώνω
- ρωγμή
- πεδινή πλημμυρική ζώνη
- αυλάκι
- κενό
- Βράγχια
- φαράγγι
- φαράγγι
- κούφιος
- καταρράκτης
- εγκοπή
- περάσει
- Φαράγγι
- κοιλάδα
- Ρέμα
- κάρος
- Ακρωτήριο
- κόμβη
- κοιλάδα
- Φαράγγι
- Φαράγγι
- κοιλάδα
- κοιλάδα
- ζωγραφίζω
- φαράγγι
- Κόλπος
- αυλάκι
- λαγκάδι
- υδρορροή
- χαράδρα
- έγκλειστος
- τάφρος
- γούρνα
- κοιλάδα
- ουάντι
- πλύσιμο
Nearest Words of kettle
- ketosteroid => Κετοστεροειδή
- ketosis-resistant diabetes mellitus => Κετονοανθεκτικός σακχαρώδης διαβήτης
- ketosis-resistant diabetes => Κέτωση-ανθεκτικός διαβήτης
- ketosis-prone diabetes => κετονοπρονής διαβήτης
- ketosis => κέτωση
- ketose => κετόζη
- ketorolac tromethamine => Κετορολάκης τρομεθαμίνης
- ketorolac => Κετορολάκη
- ketoprofen => κετοπροφαίνη
- ketonuria => Κετονουρία
Definitions and Meaning of kettle in English
kettle (n)
a metal pot for stewing or boiling; usually has a lid
the quantity a kettle will hold
(geology) a hollow (typically filled by a lake) that results from the melting of a mass of ice trapped in glacial deposits
a large hemispherical brass or copper percussion instrument with a drumhead that can be tuned by adjusting the tension on it
kettle (n.)
A metallic vessel, with a wide mouth, often without a cover, used for heating and boiling water or other liguids.
FAQs About the word kettle
Βραστήρας
a metal pot for stewing or boiling; usually has a lid, the quantity a kettle will hold, (geology) a hollow (typically filled by a lake) that results from the me
λεκάνη,λακκούβα,σέλα,Άβυσσος,φαράγγι,χάσμα / άβυσσος,σχισμή,λάχανο,Φαράγγι,σχισμή
No antonyms found.
ketosteroid => Κετοστεροειδή, ketosis-resistant diabetes mellitus => Κετονοανθεκτικός σακχαρώδης διαβήτης, ketosis-resistant diabetes => Κέτωση-ανθεκτικός διαβήτης, ketosis-prone diabetes => κετονοπρονής διαβήτης, ketosis => κέτωση,