Greek Meaning of ketoprofen
κετοπροφαίνη
Other Greek words related to κετοπροφαίνη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of ketoprofen
- ketonuria => Κετονουρία
- ketonic => κετονικός
- ketonemia => Κετοναιμία
- ketone group => Κετονική ομάδα
- ketone body => Κετονικά σώματα
- ketone => κετόνη
- ketohexose => Κετοεξώση
- ketoaciduria => κετοξέωση
- ketoacidosis-resistant diabetes mellitus => Διαβήτης ανθεκτικός στην κετοξέωση
- ketoacidosis-resistant diabetes => Διαβήτης ανθεκτικός σε κετοξέωση
- ketorolac => Κετορολάκη
- ketorolac tromethamine => Κετορολάκης τρομεθαμίνης
- ketose => κετόζη
- ketosis => κέτωση
- ketosis-prone diabetes => κετονοπρονής διαβήτης
- ketosis-resistant diabetes => Κέτωση-ανθεκτικός διαβήτης
- ketosis-resistant diabetes mellitus => Κετονοανθεκτικός σακχαρώδης διαβήτης
- ketosteroid => Κετοστεροειδή
- kettle => Βραστήρας
- kettle hole => Λακκούβα
Definitions and Meaning of ketoprofen in English
ketoprofen (n)
nonsteroidal anti-inflammatory drug (trade names Orudis or Orudis KT or Oruvail)
FAQs About the word ketoprofen
κετοπροφαίνη
nonsteroidal anti-inflammatory drug (trade names Orudis or Orudis KT or Oruvail)
No synonyms found.
No antonyms found.
ketonuria => Κετονουρία, ketonic => κετονικός, ketonemia => Κετοναιμία, ketone group => Κετονική ομάδα, ketone body => Κετονικά σώματα,