Greek Meaning of catachrestic
Καταχρηστικός
Other Greek words related to Καταχρηστικός
Nearest Words of catachrestic
Definitions and Meaning of catachrestic in English
catachrestic (a)
constituting or characterized by or given to catachresis
catachrestic (a.)
Alt. of Catachrestical
FAQs About the word catachrestic
Καταχρηστικός
constituting or characterized by or given to catachresisAlt. of Catachrestical
Αλληγορικός,εμβληματικό,συμβολική,μεταφορικός,συλληπτικός,συμβολικό,συμβολικός,Αισώπειος,αισωπικός,ευφημιστικός
κυριολεκτικός,μη εικονιστικός,χωρίς μεταφορά,μη συμβολικό
catachresis => Κατάχρησις, catacaustic => Κατακαυστική, catacala => Catcala, catabolize => καταβολίζω, catabolism => Καταβολισμός,