Greek Meaning of tropological

τροπολογικός

Other Greek words related to τροπολογικός

Definitions and Meaning of tropological in English

Webster

tropological (a.)

Characterized by tropes; varied by tropes; tropical.

FAQs About the word tropological

τροπολογικός

Characterized by tropes; varied by tropes; tropical.

εικονικός,μεταφορικός,μεταφορικός,μεταφορικός,συμβολικό,συμβολικός,τροπικός,Αισώπειος,αισωπικός,Αλληγορικός

​​κυριολεκτικός,μη εικονιστικός,χωρίς μεταφορά,μη συμβολικό

tropologic => τροπολογική, tropist => τροπιστής, tropism => Τροπισμός, tropine => Τροπίνη, tropilidene => Τροπιλιτένιο,