Greek Meaning of volcanically

ηφαιστειακά

Other Greek words related to ηφαιστειακά

Definitions and Meaning of volcanically in English

Wordnet

volcanically (r)

by or like volcanoes

Webster

volcanically (adv.)

Like a volcano.

FAQs About the word volcanically

ηφαιστειακά

by or like volcanoesLike a volcano.

Άγριος,άγριος,θυμωμένος,ταραγμένη,επιθετικός,βίαιος,σπασμωδικός,κυκλωνικός,ζεστό,παροξυσμικός

Ήρεμος,Μη βίαιος,Ειρηνικός,ειρηνικός,ειρηνικός,ήρεμος,Γαλήνιος,Ήρεμος,μη εμπόλεμο,μη επιθετικός

volcanic wind => ηφαιστειακός άνεμος, volcanic rock => Ηφαιστειακός βράχος, volcanic neck => Ηφαιστειακός αυχένας, volcanic glass => Ηφαιστειακό γυαλί, volcanic eruption => Ηφαιστειακή έκρηξη,