Greek Meaning of dithery
διστακτικός
Other Greek words related to διστακτικός
- ανήσυχος
- ανήσυχος
- αγχωμένος
- ανήσυχος
- ανήσυχος
- αναστατωμένος
- ανήσυχος
- ανυπόμονος
- ενοχλημένο
- ανήσυχος
- ταραγμένος
- διαταραγμένος
- αιχμηρός
- πανικόβλητος
- ανατριχίλες
- διστακτικός
- θυμωμένος
- Άβολα
- Ανασφαλής
- ανήσυχος
- νευρικός
- θαρραλέος
- εμμονικός
- ταραγμένος
- προβληματισμένος
- ναυτία
- ανήσυχος
- τεταμένος
- ανήσυχος
- Καθηλωμένος
- ύποπτος
- αγχωμένος
- σαν σε αναμμένα κάρβουνα
- Με την καρδιά στο στόμα
- ναυτία
- ταραγμένος
- οργισμένος, θυμωμένος
- ανήσυχος
- στεναχωρημένος
- ανήσυχος
- επιπόλαιος
- προαίσθημα
- φοβισμένος
- ανήσυχος
- τριβή
- νευρικός
- δυσπιστία
- ενοχή
- τρομακτικός
- μαγειρευτό
- Ατελείωτος
- ανήσυχος
- Αλυσίδες
- ενοχλημένος
- ταραγμένος
- τρεμουλιαστό
- ταραγμένος
- κράτησε
- ενθουσιασμένος
- αναστατωμένος
Nearest Words of dithery
Definitions and Meaning of dithery in English
dithery
a highly nervous, excited, or agitated state, to act nervously or indecisively, a highly nervous or excited state, shiver, tremble
FAQs About the word dithery
διστακτικός
a highly nervous, excited, or agitated state, to act nervously or indecisively, a highly nervous or excited state, shiver, tremble
ανήσυχος,ανήσυχος,αγχωμένος,ανήσυχος,ανήσυχος,αναστατωμένος,ανήσυχος,ανυπόμονος,ενοχλημένο,ανήσυχος
Ήρεμος,συλλεγέν,σίγουρος,κουλ,εύκολος,αναίσθητος,χαλαρός,σίγουρα,ελεγχόμενος,ανέμελος
dithers => vacillitates, dithered => θορυβώδης, disvaluing => υποτιμητικό, disvalues => αποτιμά αρνητικά, disuses => ασθένειες,