Greek Meaning of littering

Απορρίμματα

Other Greek words related to Απορρίμματα

Definitions and Meaning of littering in English

Webster

littering (p. pr. & vb. n.)

of Litter

FAQs About the word littering

Απορρίμματα

of Litter

γέννηση,αναπαραγωγή,τοκετός,Πατρότητα,δημιουργώντας,Αστείο,προσάναμμα,γέννα γατών,πολλαπλασιαστής,πολλαπλασιαζόμενος

Διακοπή (μαθημάτων),Χάνοντας,αποβολή

litterer => Ρύπαντης, littered => σκορπισμένα, litterbug => Ρυπαίνων, litterbin => κάδος απορριμμάτων, litter-bearer => Φορείο,