Greek Meaning of eclectic
εκλεκτικός
Other Greek words related to εκλεκτικός
- διάφορα
- ποικίλος
- μικτός
- ποικίλω
- χαοτικός
- ετερογενής
- αδιάκριτος
- ακατάστατος
- διάφορα
- Πατσγουόρκ
- νεροχύτης
- ενωμένος
- μικτός
- ακατάστατο
- συνδυασμένος
- σύνθετος
- μπερδεμένος
- συγκρότημα
- αποδιοργανωμένος
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- διαφορετικός
- αποκλίνων
- λειωμένος
- Υβρίδιο
- ΑΕ (Ανωνύμω Εταιρεία)
- μπλεγμένος
- σκορπισμένα
- Καρακάξα
- πολλαπλή
- αναμεμιγμένα
- ποικιλόμορφος
- μπερδεμένος
- πολυποίκιλος
- πολλαπλές
- πολυπλέκτης
- αμέτρητος
- άσπρος με μαύρες βούλες
- ετερόκλητος
- διάφορα
- διάφοροι
- μικτός
- αναμεμειγμένος
- ανάμικτος
- κουρελιασμένος
Nearest Words of eclectic
Definitions and Meaning of eclectic in English
eclectic (n)
someone who selects according to the eclectic method
eclectic (s)
selecting what seems best of various styles or ideas
eclectic (a.)
Selecting; choosing (what is true or excellent in doctrines, opinions, etc.) from various sources or systems; as, an eclectic philosopher.
Consisting, or made up, of what is chosen or selected; as, an eclectic method; an eclectic magazine.
eclectic (n.)
One who follows an eclectic method.
FAQs About the word eclectic
εκλεκτικός
someone who selects according to the eclectic method, selecting what seems best of various styles or ideasSelecting; choosing (what is true or excellent in doct
διάφορα,ποικίλος,μικτός,ποικίλω,χαοτικός,ετερογενής,αδιάκριτος,ακατάστατος,διάφορα,Πατσγουόρκ
Ομοιογενής,ίδιος,στολή,διακριτός,διακριτικός,ταυτόσημος,άτομο,σαν,μονολιθικός,όμοιος
eclat => λάμψη, eclampsy => Εκλαμψία, eclampsia => Προεκλαμψία, eclaircissement => διευκρίνιση, eclaircise => διευκρινίζω,