Greek Meaning of eclectically

εκλεκτικά

Other Greek words related to εκλεκτικά

Definitions and Meaning of eclectically in English

Webster

eclectically (adv.)

In an eclectic manner; by an eclectic method.

FAQs About the word eclectically

εκλεκτικά

In an eclectic manner; by an eclectic method.

διάφορα,ποικίλος,μικτός,ποικίλω,χαοτικός,ετερογενής,αδιάκριτος,ακατάστατος,διάφορα,Πατσγουόρκ

Ομοιογενής,ίδιος,στολή,διακριτός,διακριτικός,ταυτόσημος,άτομο,σαν,μονολιθικός,όμοιος

eclectic method => εκλεκτική μέθοδος, eclectic => εκλεκτικός, eclat => λάμψη, eclampsy => Εκλαμψία, eclampsia => Προεκλαμψία,