Greek Meaning of reassumed
ανέλαβε
Other Greek words related to ανέλαβε
- απαράβατος
- αρνήθηκε
- απαρνήθηκε
- αποκήρυξε
- αποκηρυγμένος
- ανακάλεσε
- απορριφθείς
- απορριπτόμενος
- παραιτήθηκε
- αποποιημένο
- ανασυρόμενη
- αποσύρθηκε
- πήρε πίσω
- απορρίφθηκε
- εγκαταλελειμμένος
- Απέφευξε
- απέφυγε
- εγκατέλειψε
- παραιτήθηκε
- περιφρονημένος
- απέχεται (από)
- παρακάμφθηκε
- απείχε (από)
- παραδόθηκε
- ανείπωτο
- υποχώρησε
- αποσύρθηκε
- με επιστροφή
- παρακάμψει
- παραιτήθηκε
Nearest Words of reassumed
- reassigning => Επανάθεση
- reassigned => επαναπροσανατολισμένος
- reassessing => επαναξιολόγηση
- reassessed => επαναξιολογήθηκε
- reasserting => επαναβεβαίωσης
- reasserted => επαναβεβαιωμένος
- reassembling => επανασυναρμολόγηση
- reassembles => ξανασυναρμολογεί
- reassembled => Επανασυναρμολογήθηκε
- reasons => λόγοι
Definitions and Meaning of reassumed in English
reassumed
to assume (something) again
FAQs About the word reassumed
ανέλαβε
to assume (something) again
προσχώρησε,συμφώνησε,υιοθετημένος,απολογούσε,συμφωνήθηκε,αποδεκτό,ενέκρινε,εγκεκριμένος,συμφώνησε,επαναδεκτός
απαράβατος,αρνήθηκε,απαρνήθηκε,αποκήρυξε,αποκηρυγμένος,ανακάλεσε,απορριφθείς,απορριπτόμενος,παραιτήθηκε,αποποιημένο
reassigning => Επανάθεση, reassigned => επαναπροσανατολισμένος, reassessing => επαναξιολόγηση, reassessed => επαναξιολογήθηκε, reasserting => επαναβεβαίωσης,