FAQs About the word reassembles

ξανασυναρμολογεί

to come together again, to assemble (something) again

ξαναχτίζει,Ανακατασκευάζει,συναρμολογεί,κατασκευές,κομμάτια,κάνει,εγείρει,αυξάνει,δημιουργεί

τεμαχίζει,απεργίες,απομακρύνει

reassembled => Επανασυναρμολογήθηκε, reasons => λόγοι, reasonings => σκέψεις, reasonability => λογικότητα, reason (with) => λόγος (με),