Greek Meaning of reawakened

ξαναστημένος

Other Greek words related to ξαναστημένος

Definitions and Meaning of reawakened in English

reawakened

to awaken (someone or something) again

FAQs About the word reawakened

ξαναστημένος

to awaken (someone or something) again

διεγερμένος,ξύπνιος,διεγερμένος,ξύπνιος,ενήμερος,συνειδητός,άυπνος,αναβίωσε,βγήκε από το κρεβάτι,άυπνος

κοιμισμένος,αδρανής,ξεκούραστος,κοιμάται,αμετανόητος,νυσταγμένος,ονειρευόμενος,Υπνηλία,μεσημεριανό ύπνο,κούνημα

reawaked => ξαναγερμένος, reattaching => Επανασύνδεση, reattaches => επανασυνδέει, reattached => Επανατοποθετημένος, reatas => Επανασυνδέσεις,