Greek Meaning of aboriginally
αυτόχθονος
Other Greek words related to αυτόχθονος
Nearest Words of aboriginally
Definitions and Meaning of aboriginally in English
aboriginally (adv.)
Primarily.
FAQs About the word aboriginally
αυτόχθονος
Primarily.
Αυτοχθόνας,ενδημικός,Τοπικός,Γηγενής,αυτόχθον,γεννημένος,Εσωτερικός,περιφερειακός
εξωγήινος,Εξωτικός,ξένος,εισήχθη,μη αυτόχθον,μη ντόπιο,περίεργο,ομογενής,μετανάστης,εισαγόμενος
aboriginality => αυτοχθονικότητα, aboriginal australian => Αυστραλός ιθαγενής, aboriginal => ιθαγενής, abord => πρόκειται, aborad => επί του σκάφους,