Greek Meaning of abortiveness

έκτρωση

Other Greek words related to έκτρωση

Definitions and Meaning of abortiveness in English

Webster

abortiveness (n.)

The quality of being abortive.

FAQs About the word abortiveness

έκτρωση

The quality of being abortive.

στειρότητα,έλλειψη,ακαρπία,αναποτελεσματικότητα,αναποτελεσματικότητα,αναποτελεσματικότητα,αναποτελεσματικότητα,μη κερδοφορία,Αζημία,ματαιοδοξία

λογαριασμός,πλεονέκτημα,βοήθεια,βοήθεια,επωφελούμαι,όφελος,χιλιομετρική απόσταση,υπηρεσία,χρήση,χρησιμότητα

abortively => αμβλωτικός, abortive => αποβολέα, abortionist => εκτρώσας, abortion-inducing drug => Φάρμακο πρόκλησης έκτρωσης, abortional => αμβλωτικός,