FAQs About the word abounded

έβριθαν

of Abound

με γείσο,κυρτός,εκραγώ,έσπασε,ενθουσιασμένος,βούιζε,υπερχειλισμένος,σμήνευαν,ξεχείλιζε,τριχωτός

αναγκαίος,αναζητούμενος,έλειπε

abound in => αφθονούν σε, abound => Αφθονούν, aboulic => αβουλικός, aboulia => αβουλία, abought => αγόρασε,