Greek Meaning of kamikaze

καμικάζι

Other Greek words related to καμικάζι

Definitions and Meaning of kamikaze in English

Wordnet

kamikaze (n)

a fighter plane used for suicide missions by Japanese pilots in World War II

a pilot trained and willing to cause a suicidal crash

FAQs About the word kamikaze

καμικάζι

a fighter plane used for suicide missions by Japanese pilots in World War II, a pilot trained and willing to cause a suicidal crash

Τολμηρός,Τολμηρός,απερίσκεπτος,περιπετειώδης,έντονος,απρόσεκτος,απερίσκεπτος,επιπόλαιος,Με λύσσα,ανεύθυνος

προσεκτικός,προσεκτικός,υπεύθυνος,συνετός,ντροπαλός,προσεκτικός,Υπερβολικά προσεκτικός,υπερβολικά προσεκτικός

kamichi => καμίτσι, kamia => γλυκοπατάτες, kami => καιμ, kamet => Κάμετ, kamehameha the great => Καμεχαμέχα ο Μέγας,