Greek Meaning of kamikaze
καμικάζι
Other Greek words related to καμικάζι
- Τολμηρός
- Τολμηρός
- απερίσκεπτος
- περιπετειώδης
- έντονος
- απρόσεκτος
- απερίσκεπτος
- επιπόλαιος
- Με λύσσα
- ανεύθυνος
- αδιάφορος
- Θρασύς
- ευθυμής
- ανέμελος
- Άφοβος
- απερίσκεπτος
- ελεύθερος τροχός
- ανέμελος
- Επιπόλαιος
- με κεφάλι κάτω
- απρόσεκτος
- Οξύθυμος
- παρορμητικός
- απρόσεκτος
- απερίσκεπτος
- αναίσθητος
- τρελό
- ανόητος
- καθίζημα
- Δερματικό εξάνθημα
- ανεξάρτητα
- ευτυχισμένος
- απρόσεκτος
- Ανεπηρέαστος
- απρόσεκτος
- απρόσεκτος (aprósektos)
- απρόσεκτος
- ανέμελος
- τολμηρός
- Άγρια
Nearest Words of kamikaze
Definitions and Meaning of kamikaze in English
kamikaze (n)
a fighter plane used for suicide missions by Japanese pilots in World War II
a pilot trained and willing to cause a suicidal crash
FAQs About the word kamikaze
καμικάζι
a fighter plane used for suicide missions by Japanese pilots in World War II, a pilot trained and willing to cause a suicidal crash
Τολμηρός,Τολμηρός,απερίσκεπτος,περιπετειώδης,έντονος,απρόσεκτος,απερίσκεπτος,επιπόλαιος,Με λύσσα,ανεύθυνος
προσεκτικός,προσεκτικός,υπεύθυνος,συνετός,ντροπαλός,προσεκτικός,Υπερβολικά προσεκτικός,υπερβολικά προσεκτικός
kamichi => καμίτσι, kamia => γλυκοπατάτες, kami => καιμ, kamet => Κάμετ, kamehameha the great => Καμεχαμέχα ο Μέγας,