Greek Meaning of midwife
Μαία
Other Greek words related to Μαία
- αναισθησιολόγος
- γιατρός
- γιατρός
- Γυναικολόγος
- γιατρός
- Μαία
- μαιευτήρας
- παιδίατρος
- παιδίατρος
- γιατρός
- Ακτινολόγος
- παρών
- γιατρός
- Δερματολόγος
- οικογενειακός γιατρός
- οικογενειακός γιατρός
- Γενικός ιατρός
- Εσωτερικολόγος
- γιατρός
- νευρολόγος
- νοσοκόμα
- Γυναικολόγος
- Οφθαλμίατρος
- Οπτομέτρης
- Ορθοπεδικός
- παθολόγος
- φυσίατρος
- Ποδίατρος
- γιατρός (yiatrós)
- ειδικός
- Χειρουργός
- Ουρολόγος
- Τρίγλια
- Γενικός ιατρός
- Νοσοκομειακός ιατρός
- Ιατρός σε ειδίκευση
- Νοσηλεύτρια
- Πλαστικός χειρουργός
- κάτοικος
Nearest Words of midwife
- midwestern united states => Μεσοδυτική των Ηνωμένων Πολιτειών
- midwestern => μεσοδυτικός
- midwest => μεσοδυτική περιοχή
- midweekly => ενδιάμεσα της εβδομάδας
- midweek => μέση εβδομάδα
- midway islands => Νησιά Μίντγουεϊ
- midway => Στα μισά του δρόμου
- mid-water => μέση στάθμη νερού
- midwatch => μεσονύχτιο
- midward => μέσον
Definitions and Meaning of midwife in English
midwife (n)
a woman skilled in aiding the delivery of babies
midwife (n.)
A woman who assists other women in childbirth; a female practitioner of the obstetric art.
midwife (v. t.)
To assist in childbirth.
midwife (v. i.)
To perform the office of midwife.
FAQs About the word midwife
Μαία
a woman skilled in aiding the delivery of babiesA woman who assists other women in childbirth; a female practitioner of the obstetric art., To assist in childbi
αναισθησιολόγος,γιατρός,γιατρός,Γυναικολόγος,γιατρός,Μαία,μαιευτήρας,παιδίατρος,παιδίατρος,γιατρός
μη γιατρός,μη γιατρός
midwestern united states => Μεσοδυτική των Ηνωμένων Πολιτειών, midwestern => μεσοδυτικός, midwest => μεσοδυτική περιοχή, midweekly => ενδιάμεσα της εβδομάδας, midweek => μέση εβδομάδα,