Greek Meaning of etiolation
αετιόληση
Other Greek words related to αετιόληση
- μαλακώνω
- Απορρίματα
- εξασθενώ
- ζημιά
- εξασθενίζω
- εξαντλώ
- Αδρανοποιώ
- εξασθενίζω
- αποδυναμώνω
- εξάτμιση
- πόνος
- βλάπτω
- τραυματίζω
- παραλύω
- προσκυνημένος
- χυμός
- ελαστικό
- ανάπηρος
- καταθλίβω
- απενεργοποίηση
- αλέθω (προς τα κάτω)
- Μηριαίοι τένοντες
- βλάβη
- Φτωχοποίηση
- ανικανόποιω
- άκυρος
- αποθηκεύω
- αποαρρενωποιώ
- Πλύσιμο
- φθείρω
- φθείρω
Nearest Words of etiolation
- etiolating => ετιολασία
- etiolated => ετιολημένος
- etiolate => ωχρονω
- etienne-louis arthur fallot => Ετιέν Λουί Αρθουρ Φαλότ
- ethyne => Αιθίνιο
- ethylsulphuric => Εθυλοθειικό
- ethylin => Αιθυλένιο
- ethylidene => Εθυλιδένιο
- ethylic => αιθυλικός
- ethylenediaminetetraacetic acid => Αιθυλενοδιαμινοτετραοξικό οξύ
Definitions and Meaning of etiolation in English
etiolation (n)
a pale and sickly appearance
the act of weakening by stunting the growth or development of something
(botany) the act of causing a plant to develop without chlorophyll by growing it without exposure to sunlight
etiolation (n.)
The operation of blanching plants, by excluding the light of the sun; the condition of a blanched plant.
Paleness produced by absence of light, or by disease.
FAQs About the word etiolation
αετιόληση
a pale and sickly appearance, the act of weakening by stunting the growth or development of something, (botany) the act of causing a plant to develop without ch
μαλακώνω,Απορρίματα,εξασθενώ,ζημιά,εξασθενίζω,εξαντλώ,Αδρανοποιώ,εξασθενίζω,αποδυναμώνω,εξάτμιση
οχυρώνω,στρατολογώ,ενισχύω,Βόειο κρέας (περισσότερο),ενεργοποιώ,αναζωογονώ,εποχή,σκληρύνω,αναζωογονώ,σκληραίνω
etiolating => ετιολασία, etiolated => ετιολημένος, etiolate => ωχρονω, etienne-louis arthur fallot => Ετιέν Λουί Αρθουρ Φαλότ, ethyne => Αιθίνιο,