Greek Meaning of ethylic
αιθυλικός
Other Greek words related to αιθυλικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of ethylic
- ethylenediaminetetraacetic acid => Αιθυλενοδιαμινοτετραοξικό οξύ
- ethylene tetrachloride => Τετραχλωροαιθυλένιο
- ethylene glycol => Aιθυλενογλυκόλη
- ethylene => Αιθένιο
- ethylating => αιθυλοποιών
- ethylated => Εθυλιωμένο
- ethylate => Αιθυλιώνω
- ethylamine => Eθυλαμίνη
- ethyl radical => Αιθυλική ρίζα
- ethyl group => Ομάδα αιθυλίου
Definitions and Meaning of ethylic in English
ethylic ()
Pertaining to, derived from, or containing, ethyl; as, ethylic alcohol.
FAQs About the word ethylic
αιθυλικός
Pertaining to, derived from, or containing, ethyl; as, ethylic alcohol.
No synonyms found.
No antonyms found.
ethylenediaminetetraacetic acid => Αιθυλενοδιαμινοτετραοξικό οξύ, ethylene tetrachloride => Τετραχλωροαιθυλένιο, ethylene glycol => Aιθυλενογλυκόλη, ethylene => Αιθένιο, ethylating => αιθυλοποιών,