Greek Meaning of levying
επιβολή
Other Greek words related to επιβολή
Nearest Words of levying
Definitions and Meaning of levying in English
levying (p. pr. & vb. n.)
of Levy
FAQs About the word levying
επιβολή
of Levy
αξιολόγηση,χρέωση,καλό,επιβολή,καταδίκη,πεποίθηση,πέναλτι,τιμωρία,πρόταση,τιμωρία
συγχώρεση,αμνηστία,συγχώρεση,συγχώρεση,υπό όρους αποφυλάκιση,ύφεση,απαλλαγή,εμβάσματος,δικαίωση,απαλλαγή
levy en masse => γενική επιστράτευση, levy => τέλος, levulose => Φρουκτόζη, levulosan => Λεβουλόζη, levulinic => λεβουλινικό οξύ,