FAQs About the word soldiery

Στρατιώτες

soldiers collectively

Στρατιώτες,Άνδρες με όπλα,Στρατιωτικός,στρατιώτες,στρατιώτες,στρατεύματα,ένοπλες δυνάμεις,Πολιτοφυλακή,Βαθμός και αρχείο,υπηρεσία

Πολίτες,Μη μαχόμενοι

soldiership => (*), soldiers of god => Στρατιώτες του Θεού, soldierly => στρατιωτικός, soldierlike => στρατιώτης, soldiering => Στρατιωτική θητεία,