Greek Meaning of armed forces

ένοπλες δυνάμεις

Other Greek words related to ένοπλες δυνάμεις

Definitions and Meaning of armed forces in English

Wordnet

armed forces (n)

the military forces of a nation

FAQs About the word armed forces

ένοπλες δυνάμεις

the military forces of a nation

Στρατιωτικός,στρατιώτες,στρατεύματα,χρώματα,υπηρεσία,πανοπλία,άμυνα,δύναμη,χωροφυλακή,Χωροφυλακή

Πολίτες,Μη μαχόμενοι

armed combat => Ένοπλη μάχη, armed bullhead => Ωπλισμένος κορυδοράς, armed => οπλισμένος, armchair liberal => πολυθρόνικος φιλελεύθερος, armchair => Πολυθρόνα,