FAQs About the word servicewomen

Υπηρέτριες

a woman who is a member of the armed forces

Στρατιώτες,Στρατιωτικός,στρατιώτες,στρατιώτες,Στρατιώτες,στρατεύματα,ένοπλες δυνάμεις,GI,Άνδρες με όπλα,Βαθμός και αρχείο

Πολίτες,Μη μαχόμενοι

servicewoman => εργαζόμενη υπηρεσιών, servicemen => στρατιώτες, serviceably => εξυπηρετικά, service mark => εμπορικό σήμα υπηρεσιών, service fees => χρεώσεις υπηρεσιών,