Greek Meaning of armed combat
Ένοπλη μάχη
Other Greek words related to Ένοπλη μάχη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of armed combat
- armed bullhead => Ωπλισμένος κορυδοράς
- armed => οπλισμένος
- armchair liberal => πολυθρόνικος φιλελεύθερος
- armchair => Πολυθρόνα
- armband => περιβραχιόνιο
- armature => οπλισμός
- armata corsa => κούρσα εξοπλισμών
- armand jean du plessis => Αρμάν Ζαν ντι Πλεσί
- armamentary => οπλισμός
- armamentarium => οπλοστάσιο
- armed forces => ένοπλες δυνάμεις
- armed forces censorship => Λογοκρισία των ενόπλων δυνάμεων
- armed forces day => Ημέρα των Ενόπλων Δυνάμεων
- armed islamic group => Ένοπλη ισλαμική ομάδα
- armed service => ένοπλες δυνάμεις
- armed services => Ένοπλες δυνάμεις
- armenia => Αρμενία
- armenian => αρμένιος
- armenian alphabet => Αρμενική αλφάβητος
- armenian apostolic orthodox church => Αρμενική Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία
Definitions and Meaning of armed combat in English
armed combat (n)
an engagement fought between two military forces
FAQs About the word armed combat
Ένοπλη μάχη
an engagement fought between two military forces
No synonyms found.
No antonyms found.
armed bullhead => Ωπλισμένος κορυδοράς, armed => οπλισμένος, armchair liberal => πολυθρόνικος φιλελεύθερος, armchair => Πολυθρόνα, armband => περιβραχιόνιο,