Greek Meaning of misstep
ατόπημα
Other Greek words related to ατόπημα
Nearest Words of misstep
- misstayed => έμεινε περισσότερο χρόνο από τον προβλεπόμενο
- misstatement => ανακριβής δήλωση
- misstate => αναφέρω λανθασμένα
- misspent => δαπάνησα λάθος
- misspense => Κακοδιαχείριση
- misspending => Σπατάλη
- misspender => σπάταλος
- misspend => ξοδεύω άσκοπα
- misspelt => Λανθασμένα γραμμένο
- misspelling => Ορθογραφικό λάθος
Definitions and Meaning of misstep in English
misstep (n)
an unintentional but embarrassing blunder
misstep (n.)
A wrong step; an error of conduct.
misstep (v. i.)
To take a wrong step; to go astray.
FAQs About the word misstep
ατόπημα
an unintentional but embarrassing blunderA wrong step; an error of conduct., To take a wrong step; to go astray.
λάθος,λάθος,σφάλμα,παρεξήγηση,υπολογιστικός λάθος,Λανθασμένη κρίση,Λανθασμένη κρίση,ολίσθημα,λάθος,ταξίδι
ακρίβεια,ορθότητα,ακρίβεια,ακρίβεια,ακρίβεια,αυστηρότητα,τελειότητα,ακρίβεια,απαραίτητος,αλάθητο
misstayed => έμεινε περισσότερο χρόνο από τον προβλεπόμενο, misstatement => ανακριβής δήλωση, misstate => αναφέρω λανθασμένα, misspent => δαπάνησα λάθος, misspense => Κακοδιαχείριση,