Greek Meaning of forgetting oneself
να ξεχνάει τον εαυτό του
Other Greek words related to να ξεχνάει τον εαυτό του
- θυμωμένος
- εκρήγνυται
- εκτυφλωτικός
- Σκάω φλάντζα
- χάνει την ψυχραιμία του
- χάνω την ψυχραιμία μου
- εκρήγνυμαι
- φλόγισμα (προς τα πάνω)
- αναποδογύρισμα (έξω)
- θυμώνω
- χάνω την ψυχραιμία μου
- ξεσπάω
- παθαίνει κρίση
- χτυπάει το ταβάνι
- τα **βάζω** κάτω
- Χάνω την ψυχραιμία μου
- Χάνομαι τα λογικά μου
- κράκ
- γρυλίζοντας
- Εκρηκτικό
- αναβοσβήνει
- έξαλλος
- Ατμός
- Ξεφλογίζοντας (έξω)
- θυελλώδης
- εκκίνηση
- τραχύς
- καίγοντας
- έκρηξη
- αφρώδης
- εκρηκτικός
- φουμάρισμα
- κατσούφης
- τρελός
- παραλήρημα
- μαινόμενος
- βράζων
- σιγοψημένος
- καπνίζω
- Λαμπερό
- σπορά
- εξαερισμός
- θέρμανση
- υβριστικός
Nearest Words of forgetting oneself
- forgets => ξεχνά
- forget oneself => ξεχνάω τον εαυτό μου
- forges => σφυρηλάτηση
- forgave and forgot => Συγχώρεσε και ξέχασε
- forgathers => πρόγονοι
- forgathering => συνάθροιση
- forgathered => συνάχθηκε
- forfending => αποτρεπτικός
- forfended => προσβεβλημένος
- forfeitures => κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων
- forgive and forget => συγχώρεσε και ξέχνα
- forgiving and forgetting => Συγχωρητικός και ξεχασιάρης
- fork (over => πιρούνι (περισσότερο από)
- forked (over => διχαλωτό (πάνω από)
- forking (over => Διακλάδωση (πάνω από
- formals => επίσημος
- formats => μορφές
- forms => μορφές
- formulator => συνθέτης
- forsakes => εγκαταλείπει
Definitions and Meaning of forgetting oneself in English
forgetting oneself
to treat with inattention or disregard, to lose the remembrance of, to cease remembering or noticing, to stop remembering or noticing, to fail to remember to do something, overlook sense 3b, to fail to become mindful at the proper time, to lose one's dignity, temper, or self-control, neglect entry 1 sense 1, to give up hope for or expectation of, to be unable to think of or recall, to disregard intentionally, to cease from doing
FAQs About the word forgetting oneself
να ξεχνάει τον εαυτό του
to treat with inattention or disregard, to lose the remembrance of, to cease remembering or noticing, to stop remembering or noticing, to fail to remember to do
θυμωμένος,εκρήγνυται,εκτυφλωτικός,Σκάω φλάντζα,χάνει την ψυχραιμία του,χάνω την ψυχραιμία μου,εκρήγνυμαι,φλόγισμα (προς τα πάνω),αναποδογύρισμα (έξω),θυμώνω
ηρεμία,ψύξη (απενεργοποίηση ή ψύξη),χαλαρωτικό,Δροσίζομαι,καταπραϋντικό,ηρεμώντας,σσσ
forgets => ξεχνά, forget oneself => ξεχνάω τον εαυτό μου, forges => σφυρηλάτηση, forgave and forgot => Συγχώρεσε και ξέχασε, forgathers => πρόγονοι,