Greek Meaning of quieting (down)
καταπραϋντικό
Other Greek words related to καταπραϋντικό
Nearest Words of quieting (down)
Definitions and Meaning of quieting (down) in English
quieting (down)
to become quiet or quieter
FAQs About the word quieting (down)
καταπραϋντικό
to become quiet or quieter
δέσιμο,ηρεμία,σφίξιμο,ψύξη,ξήρανση,διατήρηση της ειρήνης,σσσ,No disponible,Εγκατάσταση (κάτω),σωπαίνει
μιλώντας,Ομιλία,μιλώντας,ομιλώντας,ηχηρό,ψεκασμός (off),μιλώντας,παρεμβαίνοντας
quietening => ηρεμηστικό, quietened => ησύχασε, quiet (down) => ήσυχος, quiescences => ηρεμία, quidnuncs => περίεργοι,