FAQs About the word quieting (down)

καταπραϋντικό

to become quiet or quieter

δέσιμο,ηρεμία,σφίξιμο,ψύξη,ξήρανση,διατήρηση της ειρήνης,σσσ,No disponible,Εγκατάσταση (κάτω),σωπαίνει

μιλώντας,Ομιλία,μιλώντας,ομιλώντας,ηχηρό,ψεκασμός (off),μιλώντας,παρεμβαίνοντας

quietening => ηρεμηστικό, quietened => ησύχασε, quiet (down) => ήσυχος, quiescences => ηρεμία, quidnuncs => περίεργοι,