Greek Meaning of given in (to)

δοσμένο στο (στον, στην)

Other Greek words related to δοσμένο στο (στον, στην)

Definitions and Meaning of given in (to) in English

given in (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word given in (to)

δοσμένο στο (στον, στην)

προσχωρώ (σε),συμφωνώ (με),Συνένεσε (σε),υποκλίθηκε (σε),παραδόθηκε (σε),παραδέχθηκε (σε),συναινέθηκε (για),υποτελής (σε),υπέκυψε (σε),παραδόθηκε (σε)

αρνήθηκε,αρνηθεί,απαγορεύεται,αποδοκιμασμένος,αντίθετο,απορριφθείς,απορριπτόμενος,άσκησε βέτο,αντιτίθεμαι (σε),διαμαρτυρηθεί

given birth to => γεννηθεί, giveback => δώρο, giveaways => δώρα, give way (to) => Δίνω προτεραιότητα σε (κάποιον), give up the ghost => παραδίδω το πνεύμα μου (paradido to pneuma mou),