Greek Meaning of bowed (to)

υποκλίθηκε (σε)

Other Greek words related to υποκλίθηκε (σε)

Definitions and Meaning of bowed (to) in English

bowed (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word bowed (to)

υποκλίθηκε (σε)

προσχωρώ (σε),συμφωνώ (με),Συνένεσε (σε),παραδόθηκε (σε),παραδέχθηκε (σε),συναινέθηκε (για),υποκύπτω (σε),υποτελής (σε),υπέκυψε (σε),παραδόθηκε (σε)

αρνήθηκε,αρνηθεί,απαγορεύεται,αποδοκιμασμένος,αντίθετο,απορριφθείς,απορριπτόμενος,άσκησε βέτο,αντιτίθεμαι (σε),απορρίφθηκε

bowdlerizations => λογοκρισίες, bow (to) => Υποκλίνομαι, bouts => αγώνες, boutonnieres => κουμπότρυπες, boutiques => Μπουτίκ,