Greek Meaning of bowered
θολωτός
Other Greek words related to θολωτός
- επισυνάπτεται
- επικαλυμμένος
- καλυμμένος
- Τυλιγμένο
- περιχυμένος
- κουκουλωμένος
- ντυμένος με
- ενσωματωμένο
- περιτριγυρισμένος
- σκιασμένος
- αγκαλιάστηκε
- περικλειόμενος
- περικυκλωμένος
- περιελάμβανε
- διπλωμένος
- τυλιγμένος σε
- τυλιγμένος
- επισυναπτόμενο
- επενδύσει
- εμπλεκόμενος
- επικαλυμμένος
- Μανδύας
- πνιγηρός
- τυλιγμένος
- συγκαλυμμένο
- σκεπασμένος
- στηθoυμένη
- καμουφλαρισμένο
- περικύκλωση
- Κρυμμένος
- κουρτίνα
- μεταμφιεσμένος
- περιτυλιγμένος
- τυλιγμένος
- ενσωματωμένο
- μεταμφιεσμένος
- επικαλυμμένο
- σπαργανωμένος
Nearest Words of bowered
- bowering => Περίπτερο
- bowers => Ανθοπωλεία
- bowie knifes => μαχαίρια Bowie
- bowie knives => μαχαίρια Bowie
- bowing (to) => υπόκλιση (προς)
- bowl (down or over) => Μπόλ (προς τα κάτω ή προς τα πάνω)
- bowled (down or over) => Έριξε (κάτω ή πάνω)
- bowled over => έκπληκτος
- bowling (down or over) => μπόουλινγκ (κάτω ή πάνω)
- bowling over => μπόουλινγκ πέρα
Definitions and Meaning of bowered in English
bowered
an attractive dwelling or retreat, a shelter in a garden made of tree boughs or vines twisted together, a shelter (as in a garden) made with tree boughs or vines twined together, an anchor carried at the bow of a ship, a lady's private apartment in a medieval hall or castle, a safe and private place for rest, embower, enclose
FAQs About the word bowered
θολωτός
an attractive dwelling or retreat, a shelter in a garden made of tree boughs or vines twisted together, a shelter (as in a garden) made with tree boughs or vine
επισυνάπτεται,επικαλυμμένος,καλυμμένος,Τυλιγμένο,περιχυμένος,κουκουλωμένος,ντυμένος με,ενσωματωμένο,περιτριγυρισμένος,σκιασμένος
γυμνή,εκτεθειμένο,γυμνός,стрипт
bowel(s) => έντερα, bowed (to) => υποκλίθηκε (σε), bowdlerizations => λογοκρισίες, bow (to) => Υποκλίνομαι, bouts => αγώνες,