Greek Meaning of bowing (to)
υπόκλιση (προς)
Other Greek words related to υπόκλιση (προς)
- ένταξη (σε)
- (συναινεῖν σε)
- συγκατάθεση σε
- παραδίδομαι (σε)
- συναίνεση (σε)
- παραχωρώ (σε)
- υποταγή (σε)
- υποκύπτω σε
- παραδίδεται σε
- Εύπλαστος (προς)
- επιβεβαιώνοντας
- επικυρώνοντας, εγκρίνοντας
- επιβάλλων κυρώσεις
- όρθιος
- εξέχων
- εγγυημένος
- Εντάξει
- ιδρώτας
- μόνιμος
- Αποδεκτός
- υιοθεσία
- ρουλεμάν
- brooking
- Αγκαλιάζει
- ανθεκτικός
- έχοντας
- ανάληψη
- υποστηρίζων
- λήψη
- ανεκτικός
- φιλόξενος
- υποστηρίζοντας
- εντάξει
- στομάχι
- βιώσιμο
- Κατάποση
Nearest Words of bowing (to)
- bowl (down or over) => Μπόλ (προς τα κάτω ή προς τα πάνω)
- bowled (down or over) => Έριξε (κάτω ή πάνω)
- bowled over => έκπληκτος
- bowling (down or over) => μπόουλινγκ (κάτω ή πάνω)
- bowling over => μπόουλινγκ πέρα
- bows => φιόγκοι
- bowwows => τα βαβού
- box (in) => Κουτί (σε)
- boxed (in) => περικυκλωμένος
- boxer shorts => Μπόξερ
Definitions and Meaning of bowing (to) in English
bowing (to)
No definition found for this word.
FAQs About the word bowing (to)
υπόκλιση (προς)
ένταξη (σε),(συναινεῖν σε),συγκατάθεση σε,παραδίδομαι (σε),,συναίνεση (σε),παραχωρώ (σε),υποταγή (σε),υποκύπτω σε,παραδίδεται σε
μειούμενη,αρνούμενος,Απαγορεύει,αντίθετος,αρνούμαι,Απορριπτικός,(αντιρρησίας (προς)),απόρριψη,αποδοκιμαστικός,μάχη
bowie knives => μαχαίρια Bowie, bowie knifes => μαχαίρια Bowie, bowers => Ανθοπωλεία, bowering => Περίπτερο, bowered => θολωτός,